οἱᾳ

ἰαύω

Οἴαγρος

Ἰάδμων

Ὑάδες

ἰαῦ

ἰαυοῖ

εἴακα

Οἰᾱκίζω

Ὑακίνθια

Ὑᾰκινθίδες

ὑᾰκινθῐνοβᾰφής

ὑᾰκίνθῐνος

ὑάκινθος

οἰάκισμα

Ἰακὼβ

Ἰάκωβος

Ἰακώβου

Ἰάκωβε

οἰᾱκονόμος

Ἰᾰκός

οἰᾱκοστρόφος

οἰᾱκοστροφέω

οἴαξ

Ἰαξάρτης

ἰακχάζω

ἰακχή

Ἰακχεῖον

ἴακχος

ἰακχέω

ὑάλῐνος

Ἰάλῠσος

ἰάλλω

ὑᾰλοειδής

ὑᾰλόεις

ὕᾰλος

ὑᾰλόχροος

ἰαλτός

ὑαλοῦς

ἰάλεμος

ὑάλεος

ἴαμα

ἰάματα

ἰαματικῶν

ἰαματικός

ἰαματικὲ

ἰαμάτων

Ὑαμπείη

Ὑάμπολις

Ὑαμπολίτης

ἰαμβιάζω

ἰαμβίζω

ἰαμβικόν

ἰαμβικός

ἰαμβειογράφος

ἰαμβεῖον

ἰαμβεῖος

ἰαμβειοφάγος

Ἰάμβλιχος

ἰαμβοποιός

ἰαμβοποιέω

ἴαμβος

ἰαμβέλεγος

Ἰᾰμίδαι

ἴαμνοι

Ἴᾰμος

Ἰάμψας

εἰᾰμενή

ἴαν

Ἰάνοκλον

εἱᾰνός

Ἰανουάριος

Οἰάνθεια

Οἰανθεῖς

εἰάω

Ἰαωλκός

ἰάομαι

Ἰάων

Ἰᾱοναῦ

Ἰᾱόνιος

Ἰάονες

Ἰᾱπῠγία

Ἰᾱπύγιος

Ἰάπῠγες

Ἰᾶπυξ

ἰαππᾰπαιάξ

ἰάπτω

Ἰᾰπετῑονίδης

Ἰᾰπετῑονίς

Ἰᾰπετός

εἶαρ

Ἰάρβᾱς

Ἰάρδανος

εἰᾰρινός

εἰᾰρόμαστος

Ἰάρφας

εἴας

εἴασα

ἰασάμενος

ἴᾱσι(ν)

Ἰᾰσίδης

Ἰασικός

ἰάσιμος

ἴασιν

Ἰασίων

Ἰάσιος

ἴασις

εἴασκον

Ἰᾱσώ

Ἰάσων

Ἰᾱσόνιος

Ἴᾰσος

ἴασπις

Ἰαστί

ἴασαι

εἴασεν

ἰάσεων

ἰᾱτήρ

Οἰᾶτις

εἴατο

ἰᾱτορία

ἰᾱτός

ἰατραλειπτική

ἰᾱτρᾰλείπτης

ἰατρεία

ἰατρείαν

ἰᾱτρική

ἰατρικὴν

ἰατρικός

ἰατρεῖον

ἰᾱτρολογέω

ἰατρόμαντις

ἰατρός

ἰᾱτροτέχνης

ἰατροῦ

ἰατρὲ

ἰᾱτρεύματα

ἰατρεύω

ἰατρεύων

ἰατρεύοντες

ἰάτρευσις

ἰαττᾰταῖ

ἰαττᾰταιάξ

εἵᾰται

ἰάθη

ἰάθημεν

ἰάθην

ἰαθῆτε

ἰᾰφέτης

ἰᾰχά

ἰᾰχή

ἰάχημα

ἰάχω

ἰᾰχέω

Language: Greek

οἱᾳ

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
οἷα
οἷα adv. = οἷον.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
οἵα
οἵα f к οἷος.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἴα
I ἴα (ῐ) τά pl. к ἴον.


II
ἴα арх. - ион. [f к ἴος] (= тж. аттический диалект ">атт. μία; gen. ἰῆς, dat. ἰῇ, acc. ἴαν) одна: ἴα γῆρυς Hom. один голос; τὴν ἴαν (sc. μοῖραν) Hom. одну часть.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἰά
I ἰά, ион.
ἰή (ῐ) ἡ голос, вопль (θρηνητῆρος Aesch.): ἰ. παιδός Her. лепет ребенка; ἰ. σύριγγος Eur. звук свирели.


II
ἰά, ἰῶν (ῑ) τά эп. pl. к ἰός.

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ᾖα
I ᾖα (= ἤϊα) эп. impf. к εἶμι.


II
ᾖα τά стяж. = ἤϊα I.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἦα
ἦα эп. 1 л. sing. impf. к εἰμί.

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
εἶα
εἶα cum imper. (тж. εἶα δή Aesch., Arph., ἀλλ᾽ εἶα Eur., Plat., ἄγ᾽ εἶα Arph. или εἶ᾽ ἄγε Theocr., εἶα νῦν Arph.) ну-ка, ну же, итак давай(те) (тж. с отрицанием при вопросе): οὐκ εἶα παράκτιοι δραμεῖσθε! Eur. спешите же на взморье!
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
εἴα
εἴα и
ἔα 3 л. sing. impf. к ἐάω.

Wordform οἱᾳ

Lemmas:

οἷος 1

Parallel words:

всякие (1)
ко́емъ (1)

In subcorpus: Show more ▼

Богослужебные тексты 1 из 29840 ipm=34 freq stat

Concordance: