δοκεῖ
δόκημα
δοκιμάζω
Δοκιμάζων
δοκιμάζετε
δοκῐμᾰσία
δοκῐμαστικός
δοκῐμαστήρ
δοκιμαστὴς
δοκῐμαστός
δοκῐμή
δοκῐμεῖον
δοκίμωμι
δοκῐμόω
δόκῐμος
δοκίμου
δόκιον
δοκίς
δόκησις
δοκησίσοφος
Lemmas:
Parallel words:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: