DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > диэкс
 

διέξ

διεξάγειν

διεξάγω

διεξᾰγωγή

διεξάγωμεν

διεξάγοντι

διεξαγόντων

διεξάγωσιν

διεξᾱΐσσω

διεξηγέομαι

διεξίημι

διεξιείς

διεξικνέομαι

διέξειμι

διεξῇμεν

διεξίμεναι

διεξιών

διεξῐτέον

διεξῠφαίνω

διεξιέναι

διεξοδικόν

διεξοδικός

διέξοδον

διέξοδος

διεξόδους

διεξοδεύω

διεξελαύνω

διεξέλᾰσις

διεξελίσσω

διεξελθεῖν

διεξελέγχω

διεξελεύσομαι

διεξεργάζομαι

διεξερπύζω

διεξέρπω

διεξέρχομαι

διεξερευνάω

διεξερέομαι

Language: Greek

диэкс

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διέξ
διέξ перед гласными = διέκ.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak