Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαφυή
δια-φυή ἡ
1) щель, просвет, промежуток (τὰ ὀστᾶ διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ᾽ ἀλλήλων Plat.): αἱ διαφυαὶ τῶν ὀδόντων Plut. промежутки между зубами;
2) надрез, шов (κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Xen.; ἐρεβίνθου δ. Plut.).