Language: Greek

диафиими

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
διαφίημι
δι-αφίημι (fut. διαφήσω, aor. διαφῆκα) распускать, отпускать (τὸ στράτευμα Xen.; τὴν δύναμιν Dem.; πάντας εἰς τὴν χειμασίαν Polyb.; τοὺς συμμάχους Plut.).