DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > γύναι
 

γύναι

γυναῖκα

γῠναικάριον

γυναῖκας

γυναικὶ

γῠναικεῖα

γῠναικίας

γῠναικίζω

γῠναικηΐη

γῠναικήϊος

γυναικικός

γῠναικεῖος

γῠναίκῐσις

γῠναικισμός

γῠναικόβουλος

γῠναικογήρῡτος

γῠναικώδης

γῠναικοκρᾱσία

γῠναικοκρᾰτία

γῠναικοκρᾰτέομαι

γυναικομᾰνής

γῠναικομᾰνέω

γῠναικόμῑμος

γῠναικόμορφος

γυναικῶν

γῠναικωνῖτις

γῠναικονομία

γῠναικονόμος

γῠναικόποινος

γυναικοπληθής

γῠναικοπρεπής

γυναικός

γῠναικοφυής

γῠναικοφίλᾱς

γῠναικοφίλης

γῡναικοθύμως

γυναικόφωνος

γῠναικόφρων

γυναῖκες

γῠναιμᾰνής

γύναιον

γύναιος

γίνεσθε

γίνεται

Language: Greek

γύναι

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
γύναι
γύναι voc. к γυνή.

Wordform γύναι

Lemmas:

γυνή 3 →

Parallel words:

жено (1) женщина (1)
же́но (2)

In subcorpus: Show more ▼

Богослужебные тексты 3 из 29840 ipm=101 freq stat

Concordance:

© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak