DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > афо
 

ἀφῶ

ἀφοβία

ἀφόβητος

ἄφοβον

ἄφοβος

ἀφοβόσπλαγχνος

ἄφοδος

ἀφοδεύω

ἄθολος

ἀθόλωτος

ἀφομῑλέω

ἀφομοίωμα

ἀφομοιόω

ἀφομοίωσις

ἁφῶν

ἄφωνα

ἀφωνία

ἀφώνητος

ἄφωνος

ἁφόων

ἀθῷος

ἀφοπλίζω

ἀθώπευτος

ἀφορᾷ

ἀθωράκιστος

ἀφοράω

ἀφορία

ἀθορύβητος

ἀθόρῠβος

ἀφορίζω

ἀφόρυκτος

ἀφορισμός

ἀφωρισμένως

ἀφορίσθητε

ἀφόρητος

ΑΦΟΡΚΙΣΜΟΣ

ἀφορμάω

ἀφορμή

ἀφορμιάω

ἀφορμίζομαι

ἀφόρμικτος

ἄφορμος

ἀφορολόγητος

ἀφορῶμεν

ἄφορος

ἆθος

ἀφοσιόω

ἀφοσίωσις

ἀφοσιούμενοι

Ἀθῴτης

ἀφώτιστα

ἀφώτιστον

ἀφώτιστος

ἀθῴους

Language: Greek

афо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἀφῶ
ἀφῶ aor. 2 conjct. к ἀφίημι.

© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak