μόνῳ

μονο-

μονοβάμων

μονόγληνος

μονογενῆ

μονογενής

μονογενοῦς

μονογενές

μονοδάκτῠλος

μονῳδία

μονώδης

μονόδροπος

μονόδουπος

μονόδους

μονῳδέω

μονοδέρκτης

μονόζυξ

μονοείδεια

μονοειδής

μονοειδές

μονοήμερος

μονόκαμπτος

μονοκοίλιος

μονοκοιτέω

μονόκλαυτος

μονόκλῑνον

μονόκωλος

μονοκόνδῠλος

μονόκωπος

μονοκότῠλος

μονόκρηπῑς

μονόκροτος

μονόξυλον

μονόξῠλος

μονοκέρᾰτος

μονόκερως

μονόλῠκος

μονολήμμᾰτος

μονόλῐθος

μονολεχής

μονομάτωρ

μονομᾰχία

μονομᾰχικός

μονομᾰχεῖον

μονομάχης

μονομάχος

μονομᾰχέω

μονομοιρία

μονόμμᾰτος

μονομερής

μόνον

μονονού(κ)

μονόω

μονόποιος

μονοπείρας

μονοπωλία

μονοπώλιον

μονόπωλος

μονοπωλέω

μονοπραγμᾰτέω

μονοπρόσωπος

μονώψ

μονόψᾱφος

μονόψηφος

μονόπτωτος

μονόπους

μονόπελμος

μονόπεπλος

μονόπαις

μονόρρυθμος

μόνορχις

μόνος

μονοσύλλᾰβος

μόνωσις

μονοσῑτέω

μονόσκηπτρος

μονοστῐβής

μονόστῐχος

μονόστολος

μονοστόρθυγξ

μονόστεος

μονώτατος

μονωτικός

μονώτης

μονοτοκία

μονοτόκος

μονοτοκέω

μονοτράπεζος

μονότροπος

μονοτροφία

μονότεκνος

μονοφᾰγίστατος

μονοφάγος

μονοφυής

μονόθῠρος

μονόφρων

μονόφρουρος

μονόφθαλμος

μονόθεν

μονόχᾱλος

μονοχίτων

μονοχίτωνα

μονόχρωμος

μονόχροος

μονόχρως

Language: Greek

μόνῳ

Wordform μόνῳ

Lemmas:

μόνος 2

In subcorpus: Show more ▼

Богослужебные тексты 2 из 29840 ipm=67 freq stat

Concordance: