μέρει
Μερῐδάρπαξ
μερίδος
μερίζει
μερίζω
μερῐκός
μερίξας
μέριμνα
μερίμνᾱμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μερίσδω
μερισμός
μεριστής
μεριστός
μερίτης
Lemmas:
Parallel words:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: