δόκημα
δοκιμάζει
δοκιμάζω
δοκιμαζομένη
Δοκιμάζων
δοκιμάζετε
δοκιμάσας
δοκῐμᾰσία
δοκιμασίας
δοκιμάσωμεν
δοκίμασόν
δοκῐμαστικός
δοκιμαστὴν
δοκῐμαστήρ
δοκιμαστὴς
δοκῐμαστός
δοκιμάσαι