Language: Greek

εὐκατάφορος

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
εὐκατάφορος
εὐ-κατάφορος 2 наклонный, склонный (πρός τι Arst., Plut., Diod.).

Lemma εὐκατάφορος

Wordforms and parallel words:

εὐκαταφόρους 1

Concordance: