Language: Greek

эпикилиндэо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἐπικῠλινδέω
ἐπι-κῠλινδέω и
ἐπικῠλίω
1) скатывать, наваливать (πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.); pass. скатываться (τὸ σιτίον εἰς τὸν στόμαχον ἐπικυλινδεῖται Plut.);
2) нагромождать (τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὶ ὁ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.);
3) катиться (κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.).