Language: Greek

эмфрагма

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἔμφραγμα
ἔμ-φραγμα, ατος τό загородка, преграда (καταπλάττειν ἐμφράγμασι Plut.; τοὺς νόμους ἐμφράγματα ποιεῖσθαι τῶν ἁμαρτημάτων Isocr.).