Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ἔλλειμα
ἔλ-λειμα, ατος τό
1) пропуск, пробел, упущение (τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.);
2) недочет, недостаток (ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.);
3) недоимка, задолженность (ἐλλείματα τέτταρα καὶ δέκ᾽ ἐστὶ τάλαντα Dem.).