ἐκκλύσει
ἐκκλησία
ἐκκλησιάζει
ἐκκλησιάζω
Ἐκκλησιάζεται
Ἐκκλησίαν
Ἐκκλησίας
ἐκκλησιάσας
ἐκκλησιάσατε
ἐκκλησιασμός
ἐκκλησίασον
ἐκκλησιαστικόν
ἐκκλησιαστικός
Ἐκκλησιαστής
Ἐκκλησιαστοῦ
ἐκκλησιασθῆναι
ἐκκλησιάσαι
Ἐκκλησιῶν
ἔκκλησις
ἐκκλησίαις
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: