DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > фас
 

φάς

θάσασθαι

Φασγα

φασγᾰνίς

φάσγᾰνον

φασγᾰνουργός

φασι

Θᾰσία

Φᾱσιᾱνικός

Φᾱσιᾱνός

Φᾱσιάς

Φασηλίδα

Φάσηλις

Φᾰσηλίτης

Φασηλεῖται

φάσηλος

φασὶν

Θάσιος

Θασιρι

Φασιρων

φάσις

φασκάς

φάσκω

φάσκωλος

φάσκων

φασκόντων

φάσκοντες

φάσμα

φάσμασιν

φάσματα

φάσματι

Θασμους

φᾱσῶ

Θασοβαν

Φασοδομιν

φάσομαι

θασόμεναι

Θάσος

φάσσα

Θασσι

θάσσω

θᾶσσον

φασσοφόνος

Φασσουρ

Φασσουρου

Φασουρ

Φασφα

φάσθω

θᾶσθε

θᾶσαι

φασεκ

φασεχ

Language: Greek

фас

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
φάς
φάς (ᾱ),
φᾶσα, φάν part. praes. к φημί.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak