DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > стири
 

στείρη

Στειριά

Στειριακός

στῆριγξ

στήριγμα

στηριγμάτων

στηρίγματος

στηριγμός

στηρίζει

στηρίζω

στηρίζων

στηρίζουσι

στηρίζουσιν

στηρίζεσθαι

στηρίζεται

στηριεῖ

στήριξον

στηριῶ

Στεῖρις

στηρίσατέ

στηρίσει

Στήρισόν

στηρίσουσιν

στηρίσαι

στηριχθῇ

στηριχθῆναι

στηριχθήσεται

Στειριεύς

Language: Greek

стири

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
στείρη
στείρη ἡ эп.-ион. = στεῖρα I.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak