DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > сито
 

σύτο

σῑτοβολεῖον

σητόβρωτος

σῑτοδεία

σῑτοδόκος

σῑτοδοτέω

σητόκοπος

σῑτόκουρος

σῐτολογία

σῑτολογέω

σῑτομετρία

σῑτομέτριον

σῑτομέτρης

σῑτόμετρον

σῑτομετρέω

σῑτωνία

Σιτώνιοι

σῑτώνης

σῑτονόμος

σῑτοποιΐα

σῑτοποιϊκός

σῑτοποιός

σῑτοποιέω

σῑτοπώλης

σῑτόπωλος

σῑτοπομπία

σίτος

σῑτοφάγος

σῑτοφύλᾰκες

σῑτοφόρος

Language: Greek

сито

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
σύτο
σύτο Hom., Pind. 3 л. sing. aor. 2 med. к σεύω.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak