σειρή
Σῠρία
Συριακῇ
Συριακός
Συρίαν
σῦριγξ
σύριγμα
σῡριγμός
σῡρίζω
Συρίη
Συριηγενής
σηρικά
σηρικός
σῡρικτάς
σῡρικτής
Σῠρηκουσ-
σειρήν
σύριγγας
σῡρίγγιον
σῡριγγόομαι
Σειρηνοῦσαι νῆσοι
σειριόκαυτος
σείριος
σειρίς
σῡρίσδω
σῡρισμός
σῠριστί
σῡριστής
Σῑρίτης
σῡρίττω
σειρηφόρος