DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > сири
 

σειρή

Σῠρία

Συριακῇ

Συριακός

Συρίαν

σῦριγξ

σύριγμα

σῡριγμός

σῡρίζω

Συρίη

Συριηγενής

σηρικά

σηρικός

σῡρικτάς

σῡρικτής

Σῠρηκουσ-

σειρήν

σύριγγας

σῡρίγγιον

σῡριγγόομαι

Σειρηνοῦσαι νῆσοι

σειριόκαυτος

σείριος

σειρίς

σῡρίσδω

σῡρισμός

σῠριστί

σῡριστής

Σῑρίτης

σῡρίττω

σειρηφόρος

Language: Greek

сири

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
σειρή
σειρή ἡ эп.-ион. = σειρά.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak