Σαλεφ
σαλεύσει
σάλευσις
σαλεῦσαι
σᾰλευτός
σαλευθῇ
σαλευθῆναι
σαλευθῇς
σαλευθήσονται
σαλευθήσεται
σαλευθήτω
σαλευθήτωσαν
σαλευθῶ
σαλευθῶσιν
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: