Language: Greek

пэрикиро

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
περικείρω
περι-κείρω обстригать (τὴν κόμην Her.; τὴν κεφαλήν Plut.; τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Luc.).