Language: Greek

просфонима

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
προσφώνημα
προσ-φώνημα, ατος τό тж. pl. обращение, речь (πατρὸς καὶ κασιγνήτης προσφωνήματα Soph.; προσφωνημάτων τινὸς κλύειν Eur.).