Language: Greek

просптэсма

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
πρόσπταισμα
πρόσ-πταισμα, ατος τό ушиб, повреждение (πλευρῖτις μείζων νόσος προσπταίσματος Arst.; ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. и περὶ τὸν δάκτυλον Sext.).