Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
προσκοπή
I προσκοπή ἡ [προσκοπέω] разведка (ἐς προσκοπὴν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἴχεσθαι Thuc.).
II
προσκοπή ἡ [προσκόπτω]
1) враждебность, неприязнь (π. καὶ ἀλλοτριότης Polyb.);
2) неприятность, досада (μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόναι προσκοπήν NT).