πρόκᾰ
πρόκᾰκος
προκᾰλίζομαι
προκάλυμμα
προκᾰλινδέομαι
προκαλύπτω
προκαλούμενοι
προκαλούμενος
προκαλέω
προκάμνω
προκάρηνος
προκάς
προκαταβαίνω
προκαταγιγνώσκω
προκατάγομαι
προκαταδουλόω
προκατάκειμαι
προκατακλίνω
προκατακρίνω
προκατακαίω
προκαταλάβῃ
προκαταλάβηται
προκαταλάβωμαι
προκαταλάβωνται
προκαταλαβοῦ
προκατάλαβε
προκαταλαβέσθαι
προκαταλαβέτωσαν
προκαταλαμβάνω
προκαταλαμβάνεσθαι
προκαταλήγω
προκαταλήμψῃ
προκαταλύω
προκατάληψις
προκαταλέγω
προκαταγγείλας
προκαταγγέλλω
προκατανόησις
προκαταπίπτω
προκαταπλήσσω
προκαταπλέω
προκατᾰριθμέω
προκαταρκτικός
προκαταρτίζω
προκαταρτύω
προκατάρχω
προκατασύρω
προκατασκευάζω
προκατασκευαζομένους
προκατασκευή
προκαταστροφή
προκαταστρέφω
προκατατᾰχύνω
προκατατᾰχέω
προκαταφεύγω
προκαταθέω
προκαταφέρω
προκαταχράομαι
προκατηγορία
προκατηγορέω
προκατίζω
προκατείλημπται
προκάτημαι
προκατόψομαι
πρόκᾰτε
προκατεδεῖται
προκατελάβοντο
προκατελάβετο
προκατελπίζω
προκατεργάζομαι
προκατεσκιρωμένης
προκατεσθίω
προκατεύχεσθαι
προκατέχω
προκαθηγουμένων
προκαθηγουμένου
προκαθηγέομαι
προκαθίζω
προκαθίημι
προκάθημαι
προκαθήμενοι
προκαθημένων
προκάθισις
προκαθίστημι
προκαθοράω
προκαθεύδω