πρόκᾰ

πρόκᾰκος

προκᾰλίζομαι

προκάλυμμα

προκᾰλινδέομαι

προκαλύπτω

προκαλούμενοι

προκαλέω

προκάμνω

προκάρηνος

προκάς

προκαταβαίνω

προκαταγιγνώσκω

προκατάγομαι

προκαταδουλόω

προκατάκειμαι

προκατακλίνω

προκατακρίνω

προκατακαίω

προκατάλαβε

προκαταλαμβάνω

προκαταλήγω

προκαταλύω

προκατάληψις

προκαταλέγω

προκαταγγείλας

προκαταγγέλλω

προκατανόησις

προκαταπίπτω

προκαταπλήσσω

προκαταπλέω

προκατᾰριθμέω

προκαταρκτικός

προκαταρτίζω

προκαταρτύω

προκατάρχω

προκατασύρω

προκατασκευάζω

προκατασκευή

προκαταστροφή

προκαταστρέφω

προκατατᾰχύνω

προκατατᾰχέω

προκαταφεύγω

προκαταθέω

προκαταφέρω

προκαταχράομαι

προκατηγορία

προκατηγορέω

προκατίζω

προκάτημαι

προκατόψομαι

πρόκᾰτε

προκατεδεῖται

προκατελπίζω

προκατεργάζομαι

προκατεσθίω

προκατεύχεσθαι

προκατέχω

προκαθηγουμένου

προκαθηγέομαι

προκαθίζω

προκαθίημι

προκάθημαι

προκάθισις

προκαθίστημι

προκαθοράω

προκαθεύδω

Language: Greek

прока

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
πρόκᾰ
πρόκᾰ adv.
1) тотчас (же): καὶ π. τε (или πρόκατε) πυνθάνομαι Her. я тотчас же узнал;
2) вдруг, внезапно (καὶ π. τε φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Her.).