Language: Greek

проапофниско

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
προᾰποθνῄσκω
προ-ᾰποθνῄσκω (aor. 2 προαπέθανον) безвременно умирать (τῆς θυγατρὸς τῆς προαποθανούσης Her.; ἀπὸ τοῦ φόβου Xen.).