Language: Greek

парэорэомэ

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
παραιωρέομαι
παρ-αιωρέομαι
1) быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);
2) виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).