παρό

πᾰρώας

παρῳδία

παροδικός

πᾰρόδιος

παροδοιπόρος

παροδοιπορέω

πᾰροδίτης

πάροδος

παρόδους

παροδεύω

παρῳδέω

παροκωχή

παροξυντικός

παροξύνω

παροξύνεται

παροξυσμός

παροξύτονος

παροξῠτονέω

παρωκεάνιος

παρωκεᾰνῖτις

παρολῐγωρέω

παρολισθαίνω

παρολκή

παρομαρτέω

παρομοιάζω

παρομοιόω

παρόμοιος

παρομοίωσις

παρομολογέω

παρὸν

παρόντα

παρόντας

Παρόντων

παρόντος

παρωνῠμία

παρωνῠμιάζω

παρωνύμιον

παρωνύμιος

παρώνῠμον

παρώνῠμος

παρωνῠχία

παρονομάζω

παρονομᾰσία

παροπλίζω

παροπλισμός

παροψάομαι

παροψίς

παρόψομαι

παροψώνημα

παροψωνέω

παροπτάω

παροπτέος

πάρωρα

παρόρᾱμα

παροράω

παρόρᾱσις

παρορᾱτικός

παροργίζω

παροργισμός

παρώρεια

παρορίζω

παρορύσσω

παροριστής

παρορμάω

παρορμίζω

παρόρμησις

παρορμητικός

παρορμέω

πάρορνις

παρορῶν

πάρωρος

παρορῶσα

παρωροφίς

παρορχέομαι

Παρωρεῆται

πάρος

παρόσον

παροτρύνω

παρωθέω

παροχή

παρῴχηκα

παροχὴν

παροχλίζω

πάροχον

πάροχος

πάρωχρος

παροχεύομαι

παροχέομαι

παροχετεύω

Language: Greek

паро

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
παρῶ
I παρῶ ион. praes. conjct. к πάρειμι I.


II
παρῶ ион. aor. 2 conjct. к παρίημι.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
παρό
παρ-ό conj. [из παρ᾽ ὅ]
1) ввиду чего, вот почему Arst.;
2) (после compar.) нежели, чем (κρειττόνως π. ἀλλαχοῦ Arst.).