Language: Greek

парангистроо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
παραγκιστρόω
παρ-αγκιστρόω снабжать (загнутыми назад) крючьями (τριόδοντες παρηγκιστρωμένοι Diod.; βέλη παρηγκιστρωμένα Plut.).