Language: Greek

паракафистими

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
παρακαθίστημι
παρα-καθίστημι (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)
1) ставить рядом, приставлять (ἐπόπτας τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);
2) устанавливать рядом (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).