Language: Greek

пангратиастикос

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
παγκρᾰτιαστικός
I παγ-κρᾰτιαστικός
3 относящийся к всеборью (τέχνη Plat.).


II
παγκρᾰτιαστικός ὁ панкратиаст (ὁ δυνάμενος θλίβειν καὶ κατέχειν παλαιστικός (sc. ἐστιν), ὁ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - πυκτικός, ὁ δ᾽ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.).