ὀστράκῳ
ὀστρακώδει
ὀστρᾰκώδης
ὀστρᾰκόδερμος
ὀστρᾰκόεις
ὄστρακον
ὀστρᾰκόω
ὀστρᾰκοφορία
ὀστρᾰκόχροος
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: