Language: Greek

окипус

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
ὠκύπους
ὠκύ-πους 2, gen.
ποδος быстроногий, быстрый (ἵπποι Hom., Plut., Anth.; λαγώς Hes.; ἔλαφοι, ἱππικῶν ἀγών Soph.; κύνες, Μαιάδος γόνος = Ἑρμῆς Eur.).