Language: Greek

νυκτερινός

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
νυκτερινός
νυκτερινός 3 ночной (φυλακή Arph.; ξύλλογος Plat.; ἀναχώρησις Thuc.; δείματα Plut.): ν. γενέσθαι Arph. случиться ночью; νυκτερινώτατον Luc. глубокой ночью.

Lemma νυκτερινός

Wordforms and parallel words:

νυκτερινῶν 1 ночных (1) нощны́хъ (1)

Concordance: