DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > мэтэо
 

μετέω

μετεόν

μετέωρα

μετέωροι

μετεωρία

μετεωρίζω

μετεώρισις

μετεωρισμός

μετεωροκοπέω

μετεωρολογία

μετεωρολογικός

μετεωρολόγος

μετεωρολογέω

μετεωρολέσχης

μετεωρολεσχέω

μετέωρον

μετεωροπορέω

μετέωρος

μετεωροσκόπος

μετεωροσοφιστής

μετεωρόθηρος

μετεωροφέναξ

Language: Greek

мэтэо

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μετέω
μετέω эп. (= μετῶ) praes. conjct. к μέτειμι I.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak