Language: Greek

мэтрисис

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μέτρησις
μέτρησις, εως тж. pl. измерение, обмер (sc. τῆς χώρης Her.; αἱ μετρήσεις ὅσα ἔχει μήκη καὶ πλάτη καὶ βάθη Plat.).