Language: Greek

мэланхроос

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μελάγχροος
μελάγ-χροος, стяж.
μελάγχρους 2 черный, темный, темнокожий Plut., Luc.


I *μελάγχρως, χροος (pl. μελάγχροες) Her. = μελάγχροος.


II
μελάγ-χρως, ωτος adj. Eur., Plat., Arst. = μελάγχροος.