Language: Greek

мэланохроос

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
μελανόχροος
μελανό-χροος, стяж.
μελᾰνόχρους 2 Hom. = μελάγχροος.


I *μελᾰνόχρως, gen.
οος Hom. = *μελάγχρως I.


II
μελᾰνόχρως 2, gen.
ωτος Theocr., Aesch., Eur. = μελάγχρως II.