λῇς

Λῡσάνδρια

Λύσανδρος

λύσαντες

λῡσανίας

λύσας

λύσατε

λύσει

Λυσίᾳ

Λυσίαν

Λυσίας

λῡσίγᾰμος

λυσίζωνον

λυσίζωνος

Λῡσικλῆς

Λῡσῐμάχεια

Λυσίμαχον

Λυσίμαχος

Λυσιμάχου

λησίμβροτος

λύσῐμος

Λῡσῐμέλεια

λῡσῐμελής

λῡσῐμέριμνος

λύσιν

λυσῐῳδός

λύσιος

λῡσίπονος

λῡσίποθος

Λύσιππος

λῠσῐπαίγμων

λύσις

Λῡσιστράτη

Λῡσίστρᾰτος

Λυσιτανία

λύσητε

λυσιτελεῖ

λῡσῐτέλεια

λυσιτέλειαν

λυσιτελὴς

λυσιτελήσει

λῡσῐτελούντως

λῡσῐτελέω

λῡσῐτελές

Λυσίου

λῡσῐφλεβής

λῡσίφρων

λησμοσύνη

λήσω

λήσομαι

λύσον

λίσπος

λίσπαι

λύσσᾰ

λισσάνιος

λυσσάω

λισσάς

λίσσασθαι

λυσσᾱτάς

λύσσημα

λυσσῆν

λυσσητήρ

λυσσητής

λυσσώδης

λίσσωμα

λυσσομᾰνής

λίσσομαι

λυσσόω

λισσός

λίσσωσις

λυσσαίνω

λίσσεο

λίσσεαι

λῃστάρχης

λῃστάς

λῃστῇ

λῃστεία

λῃστική

λῃστικόν

λῃστικός

Λῃστὴν

λῃστήρ

λῃστήρια

λῃστήριον

λῃστής

λῃστοκτόνος

λῃστῶν

λιστός

λῃστοσαλπιγκταί

Λύστρα

λῃστρικόν

λῃστρικός

λίστριον

λῃστρίς

λίστρον

λιστρεύω

λῃστοῦ

λῃσταὶ

λῃστεύειν

λῃστεύω

λῃσταῖς

λύσουσιν

λοίσθια

λοισθήϊα

λοισθήϊος

λοίσθιον

λοίσθιος

λοῖσθος

λῦσαι

λήσεται

Language: Greek

лис

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
λίς
I λίς, иногда
λῖς ὁ (только nom. и acc. sing. λῖν, реже λίν) Hom., Hes., Eur., Theocr. = λέων.


II
λίς adj. f гладкая (πέτρη Hom.).


III *λίς и τό (только dat. sing. λιτί или λῖτι и acc. sing. λῖτα или λιτά) льняная ткань, полотняное покрывало, холст Hom.
Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
λῇς
λῇς 2 л. sing. praes. к λάω II.