λάκω
λακών
λᾰκωνίζω
Λακωνικὰ
Λᾰκωνική
Λᾰκωνικόν
Λᾰκωνικός
Λᾰκωνίς
λᾰκωνισμός
λᾰκωνιστής
λᾰκωνομᾰνέω
λακόρυζος