Language: Greek

кэратини

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κερᾰτίνη
κερᾰτίνη и κερᾰτίνης, ου ὁ (sc. λόγος) «рогатый» софизм «εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, τοῦτο ἔχεις κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες, κέρατα ἄρα εχεις» Diog. L.