ξύν
ξυν-
ξῡνά
ξυνάν
ξῡνάων
ξεινᾰπάτης
ξυγγ-
ξυντ-
ξῡνῇ
ξεινι-
ξυνίει
ξεινήϊον
ξῡνήϊος
ξυνήκοος
ξῡνήων
ξύνοισις
ξυνήθης
ξυνῑέμεν
ξύνιεν
ξεινο-
ξῡνοδοτήρ
ξῡνών
ξυνοπαδός
ξῡνός
ξῡνόφρων
ξῡνοχᾰρής
ξυνέαξε
ξυνέηκα
ξυνεείκοσι
ξύνες
ξύνεσις
ξύνετο