DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > коли
 

κωλῆ

Κωλια

Κολιάδαι

κολοιάρχης

κολίας

κωλύει

κωλύειν

κώλῡμα

κωλύματι

κολυμβάω

κολυμβίς

κολυμβητική

κολυμβητήρ

κολυμβητής

κολυμβήθρα

κολυμβήθραν

κολυμβήθρας

κόλυμβος

κωλύμη

κωλήν

κωλύω

κολοιώδης

κωλυόμενος

κωλῦον

κωλυόντων

Κωλιος

κώληψ

κωλῡσᾰνέμᾱς

κωλύσῃ

κωλῡσίδειπνος

κωλῡσῐδρόμα

κωλύσῃς

κωλῡσῐεργέω

κωλύσω

κώλυσον

κωλύσωσιν

κωλῦσαι

Κολυτ-

Κωλιτας

κωλῡτικός

κωλῡτής

κωλύου

κωλυθῇ

κωλυθήσεται

κόλυθρος

κώλυε

Language: Greek

коли

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κωλῆ
κωλῆ ἡ
1) бедро, окорок Arph., Luc.;
2) membrum virile Arph.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak