κῶλα
κολαβρισθείησαν
κωλαγρέτης
Κωλαδαμ
κολάζειν
κολάζω
κολαζόμενοι
κολάζων
κολάζοντα
κολάζεσθαι
κολάζεται
κολᾰκεία
κολᾰκική
κολᾰκικός
κολᾰκίς
Κολᾰκώνῠμος
κωλακρέτης
κόλαξ
κολάκευμα
κολακεύει
κολᾰκεύω
κολακεύων
κολακεύωσιν
κολᾰκευτική
κολᾰκευτικός
κολαπτήρ
κολάπτω
κολάσασθαι
κολασάτω
κολάσει
κόλασιν
κόλασις
κόλασμα
κολασμός
Κολασσαεύς
Κολασσαί
κολαστικός
κολάστειρα
κολαστηρίοις
κολαστήριον
κολαστής
κολαστέος
κολασθῆναι
κολασθεὶς
κολασθήσονται
κολασθήσεται
κολασθῶσιν
κολασθέντων
κολάσαι
κολάσεων
κολάσεως
κολᾰφίζω
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: