DHonorare

  • Texts
    • Тре́бникъ
    • Bible
    • Letter of Aristeas
  • Search
  • Lexicon
    • Greek Lexicon
    • Church Slavonic lexicon
  • Frequencies
    • Frequencies wordforms
    • Frequencies lexemes
    • Statistic wordforms
  • Slavic dictionaries
    • Dyachenko G. Slavic dictionary
    • Sedakova O. Slavic dictionary
  • About
Mainpage > Lexicon > Greek > клин
 

κλεῖν

κλεινά

κλίναντες

κλίνας

κλίνασα

κλίνατε

κλιντήρ

κλῑντήριον

κλίνη

Κλεινίας

κλῑνίδιον

Κλεινίειος

Κλεινίης

κλῑνική

κλῑνικός

κλίνην

κλίνειος

κλῑνήρης

κλίνης

κλίνω

κλῑνοκοσμέω

κλίνωμεν

Κλῖνον

κλίνοντας

κλινοποιός

κλῑνοπετής

κλεινός

κλῑνοχᾰρής

κλῑνουργός

κλίνουσι

κλινοῦσιν

κλινούσης

κλῖναι

Language: Greek

клин

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κλεῖν
κλεῖν acc. sing. к κλείς.
© ИА "ВОДА ЖИВАЯ". Проект "DHonorare", 2018-2025
Разработка сайта: Sajgak