Language: Greek

килотис

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κοιλότης
κοιλότης, ητος
1) пустое пространство, полость (sc. τοῦ στομάχου, τῆς γῆς Arst.; πέτρα ἔχουσα κοιλότητα Plut.);
2) вогнутость (ἡ κ. ἄνευ ὕλης αἰσθητῆς, sc. ἐστιν Arst.).