κατεργᾷ
κατεργάζομαι
κατεργαζομένων
κατεργάζονται
κατεργάζεσθαι
κατεργάζεται
κατεργασάμενος
κατεργασία
κατεργασίας
κατεργασθήσεσθε
Lemmas:
In subcorpus: Show more ▼
Concordance: