Language: Greek

κατοικητήριον

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
κατοικητήριον
κατ-οικητήριον τό NT = κατοίκησις 2.

Lemma κατοικητήριον

Wordforms and parallel words:

κατοικητηρίου 2 жилища (1) жили́ща (2)

Concordance: