Language: Greek

катафниско

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καταθνῄσκω
κατα-θνῄσκω (fut. κατθανοῦμαι, aor. κάτθανον, pf. κατατέθνηκα, эп. part. pf. κατατεθνηώς - gen. f κατατεθνηυίης) умирать (κατθανουμένη γυνή Eur.): ὁ νεκρὸς κατατεθνηώς Hom. и ὁ κατθανὼν νέκυς Soph. мертвец.