Language: Greek

катафаррино

Древнегреческо-русский словарь Дворецкого:
καταθαρρύνω
κατα-θαρρύνω, арх.
καταθαρσύνω ободрять (τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.); med. καταθρασύνομαι Luc. = καταθαρρέω.